πολυυποκατεστημένος

πολυυποκατεστημένος
-η, -ο, Ν
χημ. (ιδίως για οργανική ένωση) αυτός που προκύπτει από την αντικατάσταση περισσότερων τού ενός ατόμων υδρογόνου ενός υδρογονάνθρακα από άλλα άτομα ή ρίζες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. polysubstitue (< πολυ-* + substitue «υποκατάστατος»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”